явственно - ορισμός. Τι είναι το явственно
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι явственно - ορισμός


явственно      
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: явственный.
явственный      
'ЯВСТВЕННЫЙ, явственная, явственное; явствен, явственна, явственно. Хорошо различимый, ясный, отчетливый. "В коридоре явственным отзвучием раздавалось каждое ее слово." А.Тургенев. Явственные звуки. Явственные очертания гор. Явственно (нареч.) слышать что-нибудь. Явственно (нареч.) слышится что-нибудь.
явственный      
прил.
1) Хорошо различаемый; ясный, отчетливый.
2) а) перен. Отчетливо сознаваемый.
б) Ясно выраженный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για явственно
1. В стране явственно наблюдается кредитный ажиотаж.
2. Финско-американский коллектив - явственно нордического характера.
3. В действиях же ЦСКА явственно сквозила самоуверенность.
4. И все же атмосфера праздника ощущалась явственно.
5. Очерки истории" явственно подтверждает этот тезис.
Τι είναι явственно - ορισμός